πολιτισμολογία

πολιτισμολογία
η история культуры

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πολιτισμολογία" в других словарях:

  • πολιτισμολογία — η, Ν (ανθρωπολ. κοινων.) η συστηματική μελέτη τών πολιτισμών και ιδίως εκείνων που έχουν παρέλθει ή που βρίσκονται έξω από τη διαδικασία τής βιομηχανικής ανάπτυξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτισμός + λογία*] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμολόγος — ο, η, Ν (ανθρωπολ. κοινων.) επιστήμονας ειδικευμένος στην πολιτισμολογία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»